ψιλοβρόχι

ψιλοβρόχι
το, Ν
ψιλόβροχο, ψιχάλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλο-* + -βρόχι (< βροχή), πρβλ. πρωτο-βρόχι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ψιλο- — Ν α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Νέας Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο ψιλός* και δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) έχει μικρό πάχος ή μικρή διάμετρο, είναι λεπτός ή πολύ μικρός (πρβλ. ψιλο αλεσμένος, ψιλό γνεθος, ψιλό φλουδος) β) υπάρχει ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”